- δέος
- το (AM δέος, Α και δεῑος)1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού)αρχ.1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι δέος» — δεν έχεις λόγο να φοβάσαι)2. αυτό που προκαλεί τον φόβο («δέη ἐπιπέμπειν» — να εμπνεύσουν τον φόβο)3. ο βαθύς σεβασμός («δέος παλαιόν» — ο πατροπαράδοτος σεβασμός)4. φρ. α) «τεθνᾱσι τῷ δέει» — πέθαναν απ' τον φόβο, φοβήθηκαν πάρα πολύβ) «χλωρὸν δέος» — αγωνία που σε κάνει να κιτρινίζεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < δείδω*. Η λ. δέος, συνώνυμη τού φόβος, έχει γενικότερη σημασία. Κατά τον λεξικογράφο Αμμώνιο (390 μ.Χ.), «δέος πολυχρόνιος κακού υπόνοια, φόβος δε η παραυτίκα πτόησις». Στον Όμηρο η λ. χρησιμοποιείται για έναν πολύ συγκεκριμένο και φυσικό φόβο, τον φόβο τής μάχης («χλωρόν δέος», Ιλ. Ζ' 479), ενώ στην αττική διάλεκτο καμιά φορά δεν διακρίνεται σημασιολογικά από το φόβος. Είναι σπάνιο στους μεταγενέστερους χρόνους, ενώ στη Νέα Ελληνική η λ. δέος δεν είναι συνδεδεμένη τόσο με την έννοια τού φόβου, όσο με την έννοια τού σεβασμού και τού θαυμασμού προς κάποιον ή κάτι. Η λ. δέος εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -δεής, που συμπίπτει με τα αντίστοιχα σύνθετα τού ρ. δέω*, δέομαι*.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδεής, αμφιδεής, καταδεής, περιδεής, υπερδεής, υποδεής.].
Dictionary of Greek. 2013.